Δημοσιεύθηκε στις : [ 08-06-2018 ]
Άρθρα Ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών (Μέρος Α’)
(Ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών (Μέρος Α’))
Κατηγορία: Φ.Π.Α.
Του Φώτη Τσιατούρα
Φοροτεχνικού, συγγραφέα
τ. επόπτη Π.Ε.Κ. Αθηνών
ΜΕΡΟΣ Α΄
Περιεχόμενα
I.Γενικά
II. Ποιοι αγρότες εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ
III. Εγγραφή αγροτών στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ – Νέοι αγρότες
IV. Κάτοχοι αδειών άσκησης υπαίθριου στάσιμου ή πλανόδιου εμπορίου
V. Υποχρεώσεις αγροτών ειδικού καθεστώτος
VI. Κατ’ αποκοπή επιστροφή ΦΠΑ στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος
VII. Προϋποθέσεις, διαδικασία, δικαιολογητικά και έλεγχος επιστρεφόμενου ΦΠΑ
VIII. Ποιοι αγρότες δεν εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ
IX. Μετατάξεις από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό και το αντίστροφο
X. Απογραφή μετάταξης
XI. Ρύθμιση αποθεμάτων αγροτικών προϊόντων κατά τη μετάταξη
XII. Ρύθμιση αποθεμάτων πρώτων υλών και αγαθών επένδυσης στην μετάταξη από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό
XIII. Ρύθμιση αποθεμάτων πρώτων υλών και αγαθών επένδυσης στην μετάταξη από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς αγροτών
XIV. Δήλωση αποθεμάτων
I. Γενικά
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 3 και 4 του κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), προκύπτει ότι οι αγρότες είναι κατ’ αρχήν υποκείμενοι στο σύστημα του ΦΠΑ, γιατί συγκεντρώνουν τα εννοιολογικά γνωρίσματα των υποκειμένων στο φόρο τα οποία απαιτούν οι διατάξεις αυτές. Ασκούν δηλαδή, οικονομική δραστηριότητα κατά τρόπο ανεξάρτητο και προβαίνουν σε παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών από επαχθή αιτία.
Συνεπώς, οι αγρότες θα έπρεπε να έχουν τις υποχρεώσεις αλλά και τα δικαιώματα, που έχουν τα άλλα πρόσωπα, που υπάγονται στο σύστημα του ΦΠΑ (βιομήχανοι, βιοτέχνες, έμποροι κ.λπ.). Κανονικά δηλαδή οι αγρότες θα έπρεπε να τηρούν βιβλία, να εκδίδουν τιμολόγια για τις πωλήσεις των αγροτικών τους προϊόντων ή για τις αγροτικές υπηρεσίες που παρέχουν σε άλλους, να υποβάλλουν στην ΔΟΥ δηλώσεις ΦΠΑ και να αποδίδουν το φόρο που θα όφειλαν για τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούν.
Η υπαγωγή όμως των αγροτών στο κανονικό σύστημα ΦΠΑ θα δημιουργούσε σ’ αυτούς σοβαρά προβλήματα αφού, για να ανταποκριθούν στις πιο πάνω υποχρεώσεις που επιβάλλει το κανονικό σύστημα του ΦΠΑ, χρειάζεται λογιστηριακή οργάνωση για την εφαρμογή κάποιου λογιστικού συστήματος.
Τα προβλήματα αυτά γίνονται εντονότερα, αν ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του αγροτικού τομέα λόγω κυρίως των ειδικών δύσκολων συνθηκών κάτω από τις οποίες ασκούν την εκμετάλλευσή τους οι αγρότες, ιδιαίτερα στη χώρα μας.
Βέβαια θα μπορούσαν οι αγρότες να απαλλαγούν από το κανονικό σύστημα του ΦΠΑ, οπότε θα απαλλάσσονταν και από όλες τις υποχρεώσεις που έχει ο υποκείμενος στο ΦΠΑ (τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων, υποβολή δηλώσεων και καταβολή του οφειλόμενου φόρου κ.λπ.). Μία τέτοια όμως απαλλαγή θα είχε δύο σοβαρά μειονεκτήματα.
α. Θα δημιουργούσε δυσχέρειες στην ομαλή λειτουργία του συστήματος του ΦΠΑ, αφού θα έμενε έξω από αυτό όλος ο αγροτικός τομέας.
β. Θα στερούσε τους αγρότες από τη δυνατότητα να εκπέσουν το φόρο που επιβάρυνε τις εισροές τους (αγορές ή λήψεις υπηρεσιών), αφού θα απαλλάσσονταν από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης, με την οποία ασκείται το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου. Έτσι, οι αγρότες θα έχαναν το φόρο που πλήρωσαν κατά την αγορά σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, γεωργικών μηχανημάτων κ.λπ., ή κατά τη λήψη υπηρεσιών για την άσκηση της αγροτικής τους εκμετάλλευσης (ΦΠΑ εισροών).
Για να εξουδετερωθούν αφενός οι ανωτέρω αδυναμίες που παρουσιάζουν για τους αγρότες τα δύο αυτά συστήματα, της υπαγωγής τους δηλαδή στο κανονικό σύστημα του ΦΠΑ ή της απαλλαγής τους από αυτό και αφετέρου για να προστατευθεί ο τόσο ευαίσθητος και σοβαρός για την εθνική μας οικονομία αγροτικός τομέας, θεσπίστηκε το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ για τους αγρότες.
Το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ, όπως αυτό ισχύει από 1.1.2017, ύστερα από την αντικατάστασή του με την παρ.1 του άρθρου 47 του ν.4410/2016 (αντίστοιχα άρθρα 295-305 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ).
II. Ποιοι αγρότες εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ
Στο ειδικό καθεστώς εντάσσονται οι αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των 15.000 ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των 5.000 ευρώ (παρ. 1 άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ).
Τα προαναφερόμενα κριτήρια λαμβάνονται σωρευτικά, δηλαδή θα πρέπει να συντρέχουν και τα δύο προκειμένου τα εν λόγω πρόσωπα να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς. Σε περίπτωση που δεν πληρούται είτε το ένα είτε το άλλο κριτήριο, οι αγρότες εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και παράλληλα έχουν όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα ΕΛΠ ως προς την τήρηση λογιστικών βιβλίων και την έκδοση στοιχείων.
Με τις νέες διατάξεις στον προσδιορισμό του ορίου των 15.000 ευρώ περιλαμβάνεται το συνολικό ποσό, που προέρχεται από την παράδοση αγροτικών προϊόντων των αγροτών από δική τους αγροτική εκμετάλλευση ή παροχή αγροτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της αγροτικής τους εκμετάλλευσης, όχι μόνο προς άλλους υποκείμενους στο φόρο και προς απαλλασσόμενα πρόσωπα (νοσοκομεία, κλινικές κλπ) αλλά και σε άλλους αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο (ιδιώτες, ΝΠΔΔ, δημόσιο, δήμοι κλπ), όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τα τιμολόγια αγοράς που εκδίδουν στον πωλητή αγρότη οι υποκείμενοι στο φόρο αγοραστές των αγροτικών προϊόντων, καθώς και από τα ειδικά στοιχεία που εκδίδει ο αγρότης του ειδικού καθεστώτος.
Επισημαίνεται ότι οι αγρότες που διενεργούν πωλήσεις σε μη υποκειμένους και αγρότες του ειδικού καθεστώτος και υποχρεούνται στην έκδοση του ειδικού αυτού στοιχείου, εγγράφονται υποχρεωτικά στο ειδικό καθεστώς αγροτών (παρ. 12 άρθρου 41) .
Συνεπώς το ειδικό καθεστώς αγροτών διευρύνεται και περιλαμβάνει, πέραν των χονδρικών πωλήσεων, οποιαδήποτε παράδοση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχή αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποίησαν οι αγρότες κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος προς οποιοδήποτε πρόσωπο.
Παράδειγμα: Αγρότης του ειδικού καθεστώτος ο οποίος το φορολογικό έτος 2017 παραδίδει το λάδι του σε τενεκέδες λιανικώς και παράλληλα στην άκρη του χωραφιού του παραδίδει προϊόντα παραγωγής του λιανικώς έχει υποχρέωση να εγγραφεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών και να εκδίδει το ειδικό στοιχείο για τις πωλήσεις αυτές.
Ειδικά για το έτος 2016, δεδομένου ότι δεν υπήρχε υποχρέωση, για τον αγρότη του ειδικού καθεστώτος, έκδοσης «ειδικού στοιχείου» για τις παραδόσεις των προϊόντων του και τις παροχές των υπηρεσιών του, για τον προσδιορισμό του ορίου των 15.000 ευρώ λαμβάνονταν υπόψη οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο (π.χ. απόδειξη είσπραξης, δεδομένα Ε3 της δήλωσης φόρου εισοδήματος) που αποδεικνύει την αξία των ανωτέρω πράξεων (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016)
Στον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις, από 1.1.2018 και εφεξής, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό επιδοτήσεων ή ενισχύσεων κάθε μορφής που πράγματι καταβλήθηκε στον αγρότη εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους, έστω και αν στο ποσό αυτό περιέχονται και ποσά επιδοτήσεων ή ενισχύσεων που αφορούν άλλα φορολογικά έτη (χρήσεις). Διευκρινίζεται ότι στο ποσό των επιδοτήσεων, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ποσό επιδότησης ή ενίσχυσης καταβλήθηκε στον αγρότη, όπως πράσινη ενίσχυση, βασική ενίσχυση, ενίσχυση για γεωργούς νεαρής ηλικίας, συνδεδεμένες ενισχύσεις, εξισωτική, ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι κ.λ.π. Δεν θεωρούνται επιδοτήσεις ή ενισχύσεις και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ορίου των 5.000 ευρώ, οι κάθε είδους ενισχύσεις από το κράτος για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τον ΕΛΓΑ. Συνεπώς, για να κριθεί το καθεστώς ενός αγρότη την 1.1.2018, λαμβάνεται υπόψη το ποσό των επιδοτήσεων που πράγματι έλαβε ο αγρότης εντός του 2017, ακόμη κι αν πρόκειται για ποσά που ανάγονται σε παλαιότερα έτη (π.χ. 2016, 2015 κλπ).
Ειδικά, και μόνο για το φορολογικό έτος 2017, στον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις για την ένταξη των αγροτών στο ειδικό ή στο κανονικό καθεστώς, θα λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ποσά των επιδοτήσεων που έλαβαν οι αγρότες εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους 2016 και αφορούν το έτος αυτό και όχι τυχόν ποσά αναδρομικών επιδοτήσεων που αφορούν παλαιότερα φορολογικά έτη (τελευταίο εδάφιο της παρ.1 τουθ άρθρου 41 που προστέθηκε με την παρ. 3 γ του άρθρου 16 του ν.4467/2017).
Περαιτέρω και σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως προστέθηκε με την παρ. 3 α του άρθρου 16 του ν.4467/2017, όσοι αγρότες εντάχθηκαν στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ λόγω υπέρβασης του ορίου των 5.000 χιλιάδων ευρώ από επιδοτήσεις, με συνυπολογισμό και των ποσών επιδοτήσεων που εισπράχθηκαν εντός του έτους 2016 και αφορούν παλαιότερα φορολογικά έτη, δύνανται να επιλέξουν την επαναφορά της αγροτικής τους εκμετάλλευσης στο ειδικό καθεστώς των αγροτών εφόσον, βεβαίως, πληρούν και τις λοιπές προϋποθέσεις ένταξης στο ειδικό καθεστώς, ως προς το όριο των 15.000 χιλιάδων ευρώ της παρ. 1 του άρθρου 41 και ως προς τους περιορισμούς υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς αγροτών της παρ. 5 του ίδιου άρθρου.
Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται η υποβολή δήλωσης μεταβολών μετάταξης, χωρίς την επιβολή προστίμου, έως και τις 12.5.2017 για την ένταξή τους στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ με ημερομηνία μεταβολής την 1.1.2017. Η ανωτέρω προθεσμία έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα (παρ. 3 β του άρθρου 16 του ν.4467/2017, Ε.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1073/2017).
Σημειώνεται ότι, με την επανένταξη στο ειδικό καθεστώς αγροτών δεν παρέχεται για τους αγρότες αυτούς από 1.1.2017 δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, ενώ τα αποτελέσματα των δηλώσεων αποθεμάτων μετάταξης που τυχόν έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ, δεν λαμβάνονται υπόψη.
Επισημαίνεται ότι για προηγούμενα του 2016 φορολογικά έτη, δεδομένου ότι οι αγρότες πράγματι δεν γνώριζαν το ακριβές ποσό που δικαιούνταν να λάβουν για κάθε έτος, έγινε δεκτό, για λόγους χρηστής διοίκησης, τα ποσά των επιδοτήσεων που καταβλήθηκαν αναδρομικά στους αγρότες να λαμβάνονται υπόψη, για τον προσδιορισμό του ύψους του ετήσιου ποσού επιδοτήσεων, είτε στο φορολογικό έτος στο οποίο αφορούν οι επιδοτήσεις αυτές, είτε στο φορολογικό έτος που πράγματι εισπράχθηκαν από τον αγρότη κατά ανάλογη εφαρμογή των ανωτέρω (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Παραδείγματα :
1. Αγρότης του ειδικού καθεστώτος στο Άρμα Βοιωτίας, πραγματοποίησε το φορολογικό έτος 2017 χονδρικές πωλήσεις αξίας 14.500 ευρώ και παράλληλα πραγματοποίησε λιανικές πωλήσεις(π.χ. από τις παραδόσεις 20 τενεκέδων λαδιού που τους πούλησε πόρτα -πόρτα με έκδοση ειδικού στοιχείου) αξίας 600 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 3.000 ευρώ. Από την 1.1.2018 θα ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, δεδομένου ότι οι πωλήσεις των αγροτικών προϊόντων του υπερβαίνουν τις 15.000 ευρώ.
2. Αγρότης του ειδικού καθεστώτος πραγματοποίησε το φορολογικό έτος 2016 χονδρικές πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παράλληλα πραγματοποίησε λιανικές πωλήσεις από την πώληση οπωροκηπευτικών σε ιδιώτες (με απόδειξη είσπραξης) αξίας 3.000 ευρώ και έλαβε αναδρομικά το έτος 2016 δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης 3.000 ευρώ που αφορούσαν το έτος 2015 και παράλληλα έλαβε δικαιώματα βασικής ενίσχυσης 4.000 ευρώ για το έτος 2016. Ο εν λόγω αγρότης από την 1.1.2017 θα παραμείνει στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ, σύμφωνα με την ειδική ρύθμιση που έγινε για το έτος 2017 και μόνο.
3. Αγρότης του ειδικού καθεστώτος πραγματοποίησε το φορολογικό έτος 2017 χονδρικές πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών (με λήψη εργόσημου) αξίας 3.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 5.500 ευρώ. Ο εν λόγω αγρότης θα πρέπει να ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς αγροτών από 1.1.2018.
III. Εγγραφή αγροτών στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ – Νέοι αγρότες
Οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ και πραγματοποιούν αποκλειστικά παραδόσεις ή και παροχές προς άλλους υποκειμένους στο φόρο, πριν την υποβολή της δήλωσης- αίτησης επιστροφής του φόρου εγγράφονται στο καθεστώς αυτό με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους, προκειμένου να έχουν δικαίωμα επιστροφής για το φορολογικό αυτό έτος, όπως ορίζεται στην παρ. 12 του άρθρου 41.
Επίσης διευκρινίστηκε ότι και οι αγρότες που το έτος 2016 έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των 5.000 ευρώ που αφορούν το εν λόγω έτος, έστω και αν δεν πραγματοποίησαν καμία παράδοση αγαθών και παροχή αγροτικών υπηρεσιών θα πρέπει να εγγράφονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
Επιπλέον αγρότης ο οποίος το φορολογικό έτος 2016 πραγματοποιεί αποκλειστικά και μόνο λιανικές πωλήσεις (π.χ. πωλεί τα προϊόντα σε ένα πάγκο που έχει στην άκρη του χωραφιού του), χωρίς να έχει δικαίωμα επιστροφής με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή 6% για τις πωλήσεις αυτές, εντάσσεται υποχρεωτικά στο ειδικό καθεστώς πριν την πρώτη πώληση που θα πραγματοποιήσει εντός του φορολογικού έτους 2017. Αν η πρώτη πώληση προηγηθεί της ένταξης, η ένταξη θεωρείται εκπρόθεσμη. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που ο αγρότης επιλέξει την υπαγωγή του στο κανονικό καθεστώς.
Για τους νέους αγρότες, δηλαδή για τους αγρότες που για πρώτη φορά ξεκινούν την άσκηση αγροτικής εκμετάλλευσης, δεν εφαρμόζεται η προϋπόθεση της παρ. 1 του άρθρου 41 για την ένταξη στο ειδικό καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να επιλέξουν την ένταξή τους στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Στην περίπτωση, δε, που επιλέξουν το κανονικό καθεστώς, υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση έναρξης και να παραμείνουν σε αυτό τουλάχιστον για μια τριετία. (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
IV. Κάτοχοι αδειών άσκησης υπαίθριου στάσιμου ή πλανόδιου εμπορίου
Όπως προαναφέρθηκε, οι αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των 15.000 ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των 5.000 ευρώ εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 41, και δικαιούνται επιστροφή από το δημόσιο με την εφαρμογή κατ’ αποκοπή συντελεστή στην αξία των πωλήσεων των αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και της παροχής αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν προς άλλους υποκείμενους στο φόρο.
Περαιτέρω με το άρθρο 22 του ν.4264/2014 ρυθμίζεται η χορήγηση των αδειών άσκησης δραστηριότητας πωλητή υπαίθριου στάσιμου ή πλανόδιου εμπορίου. Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του εν λόγω νόμου, ορίζεται ότι προϋπόθεση για την άσκηση της δραστηριότητας υπαιθρίου πλανοδίου εμπορίου είναι να έχει πραγματοποιηθεί δήλωση έναρξης του επιτηδεύματος του γυρολόγου ή άλλης εμπορικής δραστηριότητας.
Επιπρόσθετα με το άρθρο 6 του Π.Δ.254/2005 ρυθμίζεται η έκδοση άδειας άσκησης υπαίθριου εμπορίου σε παραγωγούς για την πώληση από τους παραγωγούς γεωργικών, αμπελουργικών, κτηνοτροφικών, πτηνοτροφικών, μελισσοκομικών προϊόντων καθώς και παραδοσιακών ειδών λαϊκής τέχνης χειροτεχνημάτων και έργων τέχνης πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας ιδίας παραγωγής. Επιπλέον σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που έχουν δοθεί με το υπ’ αριθμ πρωτ.Κ1- 841/18.3.2011 έγγραφο της Γεν. Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, για την χορήγηση της ανωτέρω άδειας σε παραγωγούς δεν εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 του Π.Δ. 254/2005, δηλαδή ουσιαστικά δεν απαιτείται η υποβολή δήλωσης-έναρξης επιτηδεύματος.
Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίστηκε ότι οι αγρότες-κάτοχοι (σύμφωνα με το άρθρο 6 του Π.Δ 254/2005) άδειας άσκησης υπαίθριου εμπορίου παραγωγού, στην οποία αναγράφονται συγκεκριμένα τα αγροτικά προϊόντα για τα οποία μπορεί να γίνει πώληση και οι οποίοι πραγματοποιούν αποκλειστικά και μόνο πωλήσεις αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής (πλανόδια ή στάσιμα και όχι σε λαϊκές αγορές) υπάγονται, τηρουμένων των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 2859/2000, στο ειδικό καθεστώς αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ. (ΕΔ ΑΑΔΕ ΠΟΛ.1010/2018).
Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω αγρότες- κάτοχοι άδειας άσκησης υπαίθριου εμπορίου παραγωγού, που διενεργούν πωλήσεις σε μη υποκειμένους και αγρότες του ειδικού καθεστώτος υποχρεούνται στην έκδοση του ειδικού στοιχείου, της παρ. 3 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ και εγγράφονται υποχρεωτικά στο ειδικό καθεστώς αγροτών (άρθρο 41, παρ. 12, τρίτο εδάφιο).
Αντίθετα όλοι οι άλλοι κάτοχοι (σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν.4264/2014) άδειας άσκησης δραστηριότητας πωλητή υπαίθριου στάσιμου ή πλανόδιου εμπορίου, που δεν πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και παράλληλα έχουν όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα ΕΛΠ ως προς την τήρηση λογιστικών βιβλίων και την έκδοση στοιχείων.
V.Υποχρεώσεις αγροτών ειδικού καθεστώτος.
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των παρ. 1, 2, 3, 4 και 12 του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ, οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού. Έτσι οι αγρότες του ειδικού κεθεστώτος ΦΠΑ:
– Δεν επιβαρύνουν με ΦΠΑ τις παραδόσεις των αγαθών τους και τις παροχές των υπηρεσιών.
– Δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δηλώσεις ΦΠΑ και να καταβάλλουν στο Δημόσιο ΦΠΑ.
– Δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών. Ωστόσο για να μην επιβαρύνονται τελικά οι αγρότες, μέρος του ΦΠΑ των εισροών τους επιστρέφεται με κατ’αποκοπή συντελεστή, όπως διεξοδικά αναλύεται στη συνέχεια.
– Έχουν υποχρέωση από 1.1.2017 εγγραφής στο ειδικό καθεστώς με την υποβολή της αίτησης (Μ0), πριν την υποβολή της δήλωσης – αίτησης επιστροφής του φόρου με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους, προκειμένου να έχουν δικαίωμα επιστροφής για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων και παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποίησαν κατά το φορολογικό έτος αυτό (άρθρο 36 παρ.8β και άρθρο 41 παρ. 12 του κώδικα ΦΠΑ).
– Δεν υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης έναρξης εργασιών, αλλά με την υποβολή της αίτησης (Μ0) και τη χορήγηση ΑΦΜ, σε όσους δε διαθέτουν ήδη ΑΦΜ, εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών, και ως εκ τούτου οι εν λόγω αγρότες δεν υποχρεούνται στην υποβολή δήλωσης διακοπής εργασιών και μπορούν να απενταχθούν από το ειδικό καθεστώς οποτεδήποτε (ανεξαρτήτως του εντύπου που χρησιμοποιείται προς το σκοπό αυτό) χωρίς την επιβολή προστίμου. Είναι αυτονόητο ότι για την απένταξη αυτή πρέπει ο αγρότης να μην έχει λάβει την κατ’ αποκοπή επιστροφή ΦΠΑ για τα έτη που ζητά την απένταξη (ΕΔ ΑΑΔΕ ΠΟΛ.1010/2018).
– Δεν έχουν υποχρέωση εφαρμογής του ν.4308/2014 (Ε.Λ.Π.) και συνεπώς δεν υποχρεούνται σε έκδοση των παραστατικών πωλήσεων και στην τήρηση των λογιστικών βιβλίων που προβλέπει ο νόμος αυτός (άρθρο 39 παρ.1α των Ε.Λ.Π., ΕΓΓΔΕ ΠΟΛ.1003/31.12.2014). Ωστόσο επισημαίνεται ότι επειδή οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος, κατά τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (Κ.Φ.Ε.), αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα και υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος για τα εισοδήματά τους από αυτή τη δραστηριότητα θα πρέπει τα πρόσωπα αυτά να τεκμηριώνουν τα εισοδήματά τους με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως έκδοση και τήρηση αποδείξεων είσπραξης για τις πωλήσεις που διενεργούν σε ιδιώτες καταναλωτές, τήρηση κάθε άλλου αρχείου (καταγραφή) με τα δεδομένα (αξία) των πωλήσεών τους, τήρηση αρχείου της παραγωγής τους σε ποσότητα και τιμή πώλησης, κλπ. Σημειώνεται επίσης ότι τα εισοδήματα των αγροτών αυτών από πωλήσεις που διενεργούν σε οντότητες υποκείμενες στα Ε.Λ.Π. (π.χ. συνεταιρισμοί, επιχειρήσεις εμπορίας ή κατεργασίας αγροτικών προϊόντων, κλπ.), προκύπτουν από τα σχετικά παραστατικά που εκδίδουν οι αγοράστριες ή διαμεσολαβούσες οντότητες.
– Έχουν όμως υποχρέωση από 1.1.2017 έκδοσης ειδικού στοιχείου για τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν σε άλλους αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο, προκειμένου η αξία των εν λόγω πωλήσεων και παροχών να συμπεριλαμβάνεται στο όριο των 15.000 ευρώ (παρ. 3 του άρθρου 41).
Όπως προαναφέρθηκε το ποσό αυτό αποτελεί κριτήριο για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή την υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Διευκρινίζεται ότι στο ειδικό αυτό στοιχείο δεν επιβάλλεται ΦΠΑ επί της αναγραφόμενης αξίας αυτού και ο αγρότης δεν δικαιούται επιστροφής με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή 6% επί της αξίας αυτής.
VI. Κατ’ αποκοπή επιστροφή ΦΠΑ στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος
Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ , όπως αυτό ισχύει, ορίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ` αποκοπή συντελεστή 6%, στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του κώδικα ΦΠΑ προς άλλους υποκείμενους στο φόρο. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση – αίτηση επιστροφής.
Επιπλέον και σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της ίδιας διάταξης ορίζεται ότι για την εφαρμογή της κατ’ αποκοπήν επιστροφής του ΦΠΑ, ως αξία των παραδιδόμενων προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών, λαμβάνεται αυτή που προκύπτει από τα οικεία νόμιμα λογιστικά στοιχεία (παραστατικά), με την προϋπόθεση ότι η παραγωγή προϊόντων και η παροχή υπηρεσιών προέρχεται από εκμετάλλευση περιουσιακών στοιχείων που είτε ανήκουν στον αγρότη κατά κυριότητα είτε έχει το δικαίωμα εκμετάλλευσης με οποιαδήποτε έννομη σχέση.
Σε περίπτωση παράδοσης αγροτικών προϊόντων από τρίτους υποκείμενους στο φόρο, για λογαριασμό των παραγωγών αγροτών, η παραπάνω αξία λαμβάνεται χωρίς φόρο και προμήθεια, όπως ίσχυε και με τις προηγούμενες διατάξεις.
Περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι οι διατάξεις της παρ. 2 περί κατ’ αποκοπήν επιστροφής του ΦΠΑ δεν εφαρμόζονται για παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται προς άλλους αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών (όπως ίσχυε και προηγούμενα) ή προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα (ισχύει από 1.1.2017).
Επιπλέον για τις εν λόγω πράξεις από 1.1.2017 είναι υποχρεωτικό από τους αγρότες να εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραδιδόμενων αγαθών ή το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η αξία που αναγράφεται επί του ειδικού στοιχείου λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 41 (υπέρβαση του ορίου 15.000 €) προκειμένου να κριθεί εάν υπάγονται στο επόμενο φορολογικό έτος στο ειδικό καθεστώς ή όχι.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παρ. 5 του άρθρου 41, από 1.1.2017 υπάγονται πλέον υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για το σύνολο της αγροτικής τους δραστηριότητας οι αγρότες οι οποίοι παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των αγροτών που έως και 31.12.2016 είχαν δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ με το συντελεστή 6% για τις πωλήσεις τους προς άλλους υποκειμένους στο φόρο και με το συντελεστή 3% για τις λοιπές, ως άνω, πωλήσεις των προϊόντων τους.
VII. Προϋποθέσεις, διαδικασία, δικαιολογητικά και έλεγχος επιστρεφόμενου ΦΠΑ
Οι προϋποθέσεις, τα δικαιολογητικά και η διαδικασία για την επιστροφή στους αγρότες που έχουν υπαχθεί στο ειδικό κατ΄ αποκοπή καθεστώς του ΦΠΑ που επιβάρυνε τις αποκτήσεις αγαθών και λήψεις υπηρεσιών καθορίζονται με την Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1066/2.4.2013 όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις Α.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1089/20.4.2015, ΠΟΛ.1127/3.6.2015 και Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1021/5.2.2016 καθώς επίσης και με την Α.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1088/1.4.2014.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1066/2.4.2013, δικαιούχοι επιστροφής του ΦΠΑ που έχει επιβαρύνει τις εισροές τους είναι οι αγρότες οι οποίοι εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η παράδοση των αγροτικών προϊόντων τους, ή η παροχή των αγροτικών υπηρεσιών τους, ανεξάρτητα αν κατά το χρόνο που ζητείται η επιστροφή έχουν μεταταχθεί σε άλλο καθεστώς ή έχουν διακόψει τις εργασίες τους. Προϋπόθεση για την επιστροφή, χωρίς έλεγχο, αποτελεί η υποβολή δήλωσης Ενιαίας Δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής του ν. 3877/2010, εφόσον είναι υπόχρεοι.
Επίσης απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο αγρότης δικαιούχος του ειδικού καθεστώτος να έχει ΑΦΜ και να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο αγροτών ΤΑΧΙS. Για την εγγραφή τους αυτή οι αγρότες θα πρέπει να προσέλθουν καταρχήν στην αρμόδια ΔΟΥ για τη φορολογία τους εισοδήματος για να τους αποδοθεί ΑΦΜ, εφόσον δεν διαθέτουν. Στη συνέχεια θα πρέπει να υποβάλλουν το έντυπο της αίτησης Μ0 με την οποία θα ζητούν την ένταξή τους στο Μητρώο αγροτών με την αστυνομική τους ταυτότητα (είτε οι ίδιοι στην αρμόδια ΔΟΥ για τη φορολογία τους εισοδήματος, είτε μέσω συνεταιρισμού). Σχετική η ΕΔΥΟ /ΔΜ/ΠΟΛ.1293/7.12.2000. Η εγγραφή αυτή θα γίνει το αργότερο κατά το χρόνο που ο αγρότης θα ζητήσει για πρώτη φορά την επιστροφή του φόρου των εισροών του.
Βάση επί της οποίας υπολογίζεται η επιστροφή, με τον κατ΄ αποκοπή συντελεστή που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ , αποτελεί το σύνολο των ετήσιων ακαθαρίστων εσόδων που προέρχονται από παράδοση αγροτικών προϊόντων από δική τους αγροτική εκμετάλλευση ή παροχή αγροτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της αγροτικής τους εκμετάλλευσης, που πραγματοποιούν προς άλλο υποκείμενο στο φόρο, εκτός των αγροτών του ειδικού καθεστώτος, καθώς και από απόσυρση αγροτικών προϊόντων. Ως παράδοση αγαθών θεωρείται και η αξία αγροτικών προϊόντων που διατίθενται, ως αμοιβή σε είδος, για τη λήψη υπηρεσιών από άλλους υποκείμενους στο φόρο, όπως εκθλιπτικά, θεριζοαλωνιστικά, συλλεκτικά κλπ. δικαιώματα.
Η αίτηση επιστροφής ΦΠΑ υποβάλλεται:
α) είτε απευθείας από τον αγρότη στη ΔΟΥ που είναι αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματός του, ή στη ΔΟΥ που διαθέτει τμήμα ελέγχου, στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας ασκεί μία από τις αγροτικές του εκμεταλλεύσεις.
β) είτε μέσω συνεταιριστικής οργάνωσης στη ΔΟΥ στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας ανήκει η συνεταιριστική οργάνωση.
Σε περίπτωση που η επιστροφή πραγματοποιείται κατόπιν ελέγχου και η ΔΟΥ υποβολής δεν διαθέτει τμήμα ελέγχου, η αίτηση διαβιβάζεται στη ΔΟΥ με τμήμα ελέγχου.
Με την αίτηση επιστροφής συνυποβάλλονται τα πρωτότυπα των νόμιμων φορολογικών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ε.Λ.Π. (προηγούμενα του Κ.Φ.Α.Σ. ή του ΚΒΣ), από τα οποία προκύπτουν τα ακαθάριστα έσοδα από την παράδοση των αγροτικών προϊόντων και την παροχή των αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Αν τα πρωτότυπα των στοιχείων έχουν υποβληθεί από τον αγρότη, για οποιοδήποτε λόγο, σε άλλη υπηρεσία και δεν επιστρέφονται σ΄ αυτόν, αρκεί η υποβολή των αντιγράφων τους στα οποία θα βεβαιώνεται από την υπηρεσία αυτή ότι το πρωτότυπο έχει κατατεθεί και παραμένει σ΄ αυτή (άρθρο 2 της ΑΥΟ ΠΟΛ.1066/2.4.2013). Τα δικαιολογητικά αυτά είναι ιδίως:
– τιμολόγια αγοράς ή πώλησης αγροτικών προϊόντων,
– εκκαθαρίσεις για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων μέσω παραγγελιοδόχου,
– τιμολόγια ή αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ή αποδείξεις επαγγελματικών δαπανών προκειμένου για την παροχή αγροτικών υπηρεσιών,
– τιμολόγια ή αποδείξεις παροχής υπηρεσιών στην περίπτωση λήψης υπηρεσιών από αγρότες, η αμοιβή των οποίων καταβάλλεται σε είδος (εκθλιπτικά, θεριζοαλωνιστικά, συλλεκτικά, κλπ. δικαιώματα),
– εντάλματα πληρωμής ή άλλα νόμιμα στοιχεία που εκδίδονται για την καταβολή αποζημίωσης στον αγρότη στην περίπτωση απόσυρσης των αγροτικών προϊόντων.
Εντός της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή της αρχικής αίτησης (1/3 – 31/10 κάθε έτους), μπορεί να υποβληθεί συμπληρωματική ή τροποποιητική αίτηση επιστροφής. Συμπληρωματική είναι η αίτηση επιστροφής η οποία περιλαμβάνει νέα φορολογικά παραστατικά, τα οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί στην αρχική αίτηση, ενώ τροποποιητική είναι αυτή με την οποία ζητείται η διόρθωση των αιτούμενων προς επιστροφή ποσών ΦΠΑ. Στην περίπτωση που με την τροποποιητική αίτηση προκύπτει ποσό επιστροφής μικρότερο αυτού που είχε αρχικά επιστραφεί, η διαφορά καταβάλλεται στο δημόσιο με υποβολή έκτακτης δήλωσης ΦΠΑ με υποχρέωση καταβολής του πρόσθετου φόρου που ορίζεται για την εκπρόθεσμη δήλωση (από 1.1.2014 τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ.) από το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η επιστροφή.
Αιτήσεις επιστροφής γίνονται δεκτές μόνο εάν το αιτούμενο προς επιστροφή ποσό ανέρχεται σε 20 ευρώ τουλάχιστον.
Περαιτέρω παρέχεται η δυνατότητα επιστροφής στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος του ΦΠΑ με τον οποίο επιβαρύνθηκαν οι αγορές αγαθών και λήψεις υπηρεσιών που πραγματοποίησαν για την άσκηση της εκμετάλλευσης τους, με τη χρησιμοποίηση αντιγράφων των νόμιμων φορολογικών στοιχείων, σε περίπτωση απώλειας για οποιονδήποτε λόγο των πρωτοτύπων, με τους όρους και τη διαδικασία της ΑΥΟ ΠΟΛ.1098/2007, η οποία εξακολουθεί και ισχύει, για φορολογικά στοιχεία που εκδόθηκαν από 1.1.2006 και μεταγενέστερα.
Τα αντίγραφα των νόμιμων στοιχείων γίνονται δεκτά ως δικαιολογητικά επιστροφής με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές, εφόσον είναι θεωρημένα από τους υποκειμένους στο φόρο που τα έχουν εκδώσει και τηρούν το στέλεχος. Η θεώρηση θα αναφέρει ότι το αντίγραφο είναι το μοναδικό και ότι είναι ακριβές αντίγραφο εκείνου που παραμένει στο στέλεχος, επί του οποίου θα συμπληρώνεται η ένδειξη ότι χορηγήθηκε στον παραγωγό θεωρημένο μοναδικό αντίγραφο για την επιστροφή του ΦΠΑ. Στην περίπτωση αυτή επισημαίνεται και σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω ΑΥΟ υποβάλλονται από τους δικαιούχους αγρότες χωριστές αιτήσεις επιστροφής ΦΠΑ, με συνημμένα αποκλειστικά αντίγραφα φορολογικών στοιχείων, αποκλειστικά στη ΔΟΥ που είναι χωρικά αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος τους, ενώ δεν παρέχεται η δυνατότητα υποβολής τους μέσω αγροτικών συνεταιριστικών οργανώσεων. Στις εν λόγω αιτήσεις επιστροφής θα πρέπει να αναγράφεται εμφανώς, στην πρώτη σελίδα, η ένδειξη “Επιστροφή κατόπιν ελέγχου με βάση αντίγραφα φορολογικών στοιχείων”.
Δεν παρέχεται δικαίωμα στις συνεταιριστικές οργανώσεις να συμπεριλαμβάνουν ως δικαιολογητικά επιστροφής αντίγραφα φορολογικών στοιχείων σε αιτήσεις αγροτών που ενδεχομένως υποβάλλονται σε αυτές. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται στη συνεταιριστική οργάνωση το πρόστιμο του άρθρου 54 του ν.4174/2013 Κ.Φ.Δ. για κάθε αίτηση που παρελήφθη.
Περαιτέρω με την παρ. 2 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1021/5.2.2016 τροποποιήθηκε το άρθρο 5 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1066/2.4.2013 σχετικά με τις ενέργειες των ΔΟΥ για την παραλαβή και τον έλεγχο των αιτήσεων επιστροφής και τη διαδικασία καταβολής του επιστρεφόμενου ποσού ΦΠΑ. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις η ΔΟΥ στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιστροφής υποχρεούται:
– Να παραλαμβάνει τις αιτήσεις επιστροφής μαζί με τις αναλυτικές καταστάσεις φορολογικών παραστατικών που υποβάλλονται απευθείας από τους αγρότες και μετά από διασταύρωση, των παραστατικών και της ορθής μεταφοράς των ποσών των φορολογικών στοιχείων στην αίτηση επιστροφής, τις καταχωρεί στο σύστημα TAXIS.
– Να παραλαμβάνει τις συγκεντρωτικές καταστάσεις, που υποβάλλονται από τις συνεταιριστικές οργανώσεις σε ηλεκτρονική μορφή, και, μετά από μια σύντομη επαλήθευση να τις καταχωρεί στο TAXIS.
– Να ελέγχει την ακρίβεια της μεταφοράς του συνολικού ποσού επιστροφής από τις αιτήσεις των δικαιούχων αγροτών στις συγκεντρωτικές καταστάσεις που υποβάλλονται από τις συνεταιριστικές οργανώσεις.
– Να ελέγχει το ποσό των ακαθαρίστων εσόδων που δηλώθηκε στην αίτηση-δήλωση, επιστροφής που υπεβλήθη για το προηγούμενο φορολογικό έτος προκειμένου να διαπιστωθεί αν πληρεί ή όχι τα κριτήρια υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
– Να συγκρίνει το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτει από τα φορολογικά παραστατικά της αίτησης επιστροφής με τη συνολική κανονική αξία της αγροτικής παραγωγής κάθε δικαιούχου που περιλαμβάνεται στο ηλεκτρονικό αρχείο του Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή του εξουσιοδοτημένου από το ΥΠΑΑΤ εποπτευόμενου Οργανισμού μέσω της εφαρμογής στο TAXIS και στη συνέχεια:
α) πραγματοποιεί χωρίς έλεγχο την επιστροφή, εντός μηνός από την υποβολή της αίτησης, στις περιπτώσεις όπου:
αα) το συνολικό ποσό των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτει από τα φορολογικά παραστατικά της αίτησης επιστροφής δεν υπερβαίνει τη συνολική κανονική αξία της αγροτικής παραγωγής του αιτούντος, εκτός εάν ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ που πραγματοποιεί την επιστροφή διαθέτει στοιχεία ή πληροφορίες με βάση τα οποία υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες καταστρατήγησης των διατάξεων.
αβ) από τη σύγκριση των ακαθάριστων εσόδων της αίτησης επιστροφής με την κανονική αξία του ΥΠΑΑΤ προκύπτει διαφορά φόρου προς επιστροφή μέχρι και 500 ευρώ,
αγ) δεν έχει υποβληθεί δήλωση Ενιαίας Δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής του ν.3877/2010, και το ποσό φόρου που προκύπτει προς επιστροφή είναι μέχρι και 100 ευρώ.
β) Πραγματοποιεί άμεσα χωρίς έλεγχο το ποσό που αντιστοιχεί στην κανονική αξία με βάση το ηλεκτρονικό αρχείο του ΥΠΑΑΤ στην περίπτωση που τα ακαθάριστα έσοδα της αίτησης επιστροφής υπερβαίνουν την συνολική κανονική αξία αγροτικής παραγωγής του αιτούντος εκτός των αναφερόμενων στις ανωτέρω περιπτώσεις αβ και αγ. Το υπόλοιπο ποσό επιστρέφεται μετά από έλεγχο ο οποίος αφορά το σύνολο της αίτησης επιστροφής.
γ) Σε κάθε περίπτωση που ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ διαπιστώνει από στοιχεία ή βάσιμες πληροφορίες (π.χ. δελτία πληροφοριών, εκθέσεις ελέγχου κ.λπ.) που περιέχονται σε γνώση του ότι ο αιτών αγρότης ενήργησε ως λήπτης εικονικού ή πλαστού φορολογικού στοιχείου ή στοιχείου που νόθευσε αυτός ή άλλος για λογαριασμό του, καθώς και στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί δήλωση Ενιαίας Δήλωσης Καλλιέργειας/Εκτροφής του ν.3877/2010, πλην της ανωτέρω αγ) περίπτωσης, η αίτηση διαβιβάζεται οπωσδήποτε στη ΔΟΥ που διαθέτει τμήμα ελέγχου προκειμένου να διενεργηθεί ο προσήκον φορολογικός έλεγχος που θα αφορά το σύνολο των φορολογικών στοιχείων της αίτησης και η επιστροφή του υπόλοιπου ποσού που δεν αντιστοιχεί σε τέτοιου είδους παραστατικά δεν πραγματοποιείται.
Μετά την ολοκλήρωση της επιστροφής, σύμφωνα με τις ανωτέρω περιπτώσεις α) και β) και γ), τα φορολογικά παραστατικά επιστρέφονται, μετά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της αίτησης επιστροφής (δηλαδή, μετά την 31 Οκτωβρίου εκάστου έτους), στις συνεταιριστικές οργανώσεις ή στον αγρότη με υπογραφή αποδεικτικού παραλαβής, οι οποίοι υποχρεούνται να τα διαφυλάσσουν μέχρι την ημερομηνία παραγραφής και να τα θέτουν στη διάθεση των ΔΟΥ σε ενδεχόμενο έλεγχο μετά την επιστροφή.
Επισημαίνεται, ότι στην περίπτωση που διαπιστώνεται διαφορά, σχετικά με το είδος καλλιέργειας, μεταξύ της δήλωσης καλλιέργειας και των παραστατικών που προσκομίζονται στη ΔΟΥ με την αίτηση επιστροφής από τον δικαιούχο αγρότη, η διαφορά αυτή δεν αποτελεί αιτία, αν δεν συντρέχει κάποιος άλλος λόγος, ώστε η επιστροφή να πραγματοποιηθεί κατόπιν ελέγχου. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή υφίσταται υποχρέωση της ΔΟΥ που διενεργεί την επιστροφή του εν λόγω αγρότη να ενημερώσει τον ΕΛΓΑ για την διαπίστωση της διαφοράς αυτής ώστε ο εν λόγω Οργανισμός να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, για την είσπραξη των ασφαλιστικών του εισφορών.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας επιστροφής πραγματοποιείται εντός προθεσμίας 90 ημερών από την υποβολή της αίτησης επιστροφής. Η επιστροφή του φόρου γίνεται με απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ, που πραγματοποιεί την επιστροφή, και την έκδοση ΑΦΕΚ. Ειδικά για την επιστροφή φόρου, για αίτηση που υποβάλλεται μέσω συνεταιριστικής οργάνωσης, αυτή γίνεται με απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. που πραγματοποιεί την επιστροφή και την έκδοση Συγκεντρωτικού Φύλλου Έκπτωσης.
Στην περίπτωση θανάτου αγρότη του ειδικού καθεστώτος, η αίτηση επιστροφής υποβάλλεται από τους κληρονόμους στο όνομα του θανόντος και το ποσό της επιστροφής αποδίδεται στα πρόσωπα αυτά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Το ποσό της επιστροφής ΦΠΑ, μετά από τους τυχόν συμψηφισμούς, κατατίθεται στον προσωπικό λογαριασμό τραπέζης που έχει υποδειχθεί από τον αγρότη στην αίτηση επιστροφής (έντυπο 010Α-ΦΠΑ, ΕΚΔΟΣΗ 2014, Φ6 TAXIS).
VIII. Ποιοι αγρότες δεν εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ
Στην παρ. 5 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ προβλέπονται οι περιπτώσεις που δεν υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών και η υποχρεωτική τους ένταξη αγροτών στο κανονικό καθεστώς.
Ειδικότερα δεν υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών οι αγρότες οι οποίοι:
α) ασκούν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις και παρέχουν τις αγροτικές υπηρεσίες που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 42, με τη μορφή εταιρείας οποιουδήποτε τύπου ή αγροτικών συνεταιρισμών,
β) πωλούν αγροτικά προϊόντα παραγωγής τους, ύστερα από επεξεργασία που μπορεί να προσδώσει σε αυτά χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων,
γ) ασκούν παράλληλα και άλλη οικονομική δραστηριότητα, για την οποία έχουν υποχρέωση να τηρούν λογιστικά αρχεία (βιβλία) σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία.
δ) παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε..
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η υποχρεωτική ένταξη των αγροτών στο κανονικό καθεστώς, όχι μόνο λόγω του ότι η αγροτική δραστηριότητά τους δεν εμπίπτει στην έννοια της αγροτικής εκμετάλλευσης κατά το άρθρο 42 του Κώδικα ΦΠΑ, οπότε και εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες του ΦΠΑ, όπως εξάλλου ανέκαθεν ίσχυε (περ. α’ και β’ ), αλλά για πρώτη φορά από 1.1.2017 και λόγω άσκησης από μέρους των αγροτών άλλης δραστηριότητας για την οποία τηρούνται λογιστικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και η διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και αγροτοτουριστικών μονάδων (περ. γ’), καθώς και λόγω πραγματοποίησης παραδόσεων των αγροτικών τους προϊόντων στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή εξαγωγών ή ενδοκοινοτικών παραδόσεων ( περ δ’).
Περαιτέρω επισημαίνεται ότι για όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις , η ένταξη στο κανονικό καθεστώς ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία συντρέχει μία των εν λόγω προϋποθέσεων. Για την ένταξη στο κανονικό καθεστώς υποβάλλεται δήλωση έναρξης ή μεταβολών, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του ν. 4174/2013. Αν η ένταξη στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται εντός του φορολογικού έτους, οι αγρότες έχουν δικαίωμα της κατ’ αποκοπή επιστροφής, για πράξεις που πραγματοποιούνται έως το χρόνο ένταξής τους.
Ειδικότερα κατά περίπτωση επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Περίπτωση α’
Παράδειγμα: Αγρότης του ειδικού καθεστώτος συστήνει εταιρεία με άλλους αγρότες με σκοπό την καλλιέργεια μανιταριών. Η εταιρεία για τη δραστηριότητα αυτή δεν θα υπάγεται στο ειδικό καθεστώς. Στην περίπτωση που ο εν λόγω αγρότης διατηρεί και ατομική αγροτική εκμετάλλευση μανιταριών, υπάγεται στο ειδικό καθεστώς αγροτών και δικαιούται επιστροφής με τον κατ’ αποκοπή συντελεστή για τις πωλήσεις που πραγματοποιεί από την ατομική του αυτή αγροτική δραστηριότητα, καθόσον η εταιρεία αποτελεί διαφορετικό πρόσωπο. Επισημαίνεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση η διάκριση των περιουσιακών στοιχείων και των συναλλαγών της ατομικής αγροτικής εκμετάλλευσης και της εταιρείας πρέπει να είναι σαφής και αποτελεί αντικείμενο ελέγχου. (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Περίπτωση β’
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αγρότης που προβαίνει σε επεξεργασία των προϊόντων του και η εν λόγω επεξεργασία προσδίδει σε αυτά το χαρακτήρα βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων δεν εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς αγροτών για τα προϊόντα που επεξεργάζεται και διαθέτει ως βιομηχανικό ή βιοτεχνικό προϊόν και οι πωλήσεις του κατ’ αρχήν υπάγονται στο ΦΠΑ. Διευκρινίζεται ότι ο αγρότης εξακολουθεί να υπάγεται στο ειδικό καθεστώς, έστω και αν πωλεί τα προϊόντα του ύστερα από κάποια στοιχειώδη επεξεργασία που γίνεται με συνηθισμένα μέσα, στα πλαίσια της αγροτικής του παραγωγής, και εφόσον μετά την επεξεργασία αυτή, τα προϊόντα του δεν χαρακτηρίζονται ως βιομηχανικά ή βιοτεχνικά . Στο πλαίσιο αυτό π.χ. ο ελαιοπαραγωγός που πωλεί το λάδι σε τενεκέδες ή ο αγρότης που πωλεί εμφιαλωμένο κρασί ή τσίπουρο, το οποίο δεν έχει υποστεί ιδιαίτερη επεξεργασία, αλλά είναι προϊόν φυσικής ζύμωσης, ή ο κτηνοτρόφος που παρασκευάζει τυρί με συνήθη μέσα, καθώς και ο αγρότης που μαζεύει διάφορα βότανα και τα συσκευάζει σε μικρά σακουλάκια, δεν μπορεί να αποκλειστεί από το ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών.
Σχετική, με το εν λόγω θέμα, είναι η γνωμοδότηση 783/95 του Ν.Σ.Κ., η οποία έγινε δεκτή από τον Υπ. Οικονομικών (ΕΔΥΟ ΠΟΛ.1132/10.4.1996), σύμφωνα με την οποία, εφόσον οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής ή βιοτεχνικής δραστηριότητας, έτσι ώστε να δημιουργείται νέο προϊόν και, εφόσον δεν έχουμε μαζική παραγωγή, τότε οι μεταποιητικές δραστηριότητες του αγρότη, βάσει του άρθρου 42, παρ. 3, περ. ε’, του Κώδικα ΦΠΑ, εντάσσονται στο πλαίσιο των αγροτικών δραστηριοτήτων και ο εν λόγω αγρότης παραμένει στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
Παράδειγμα: Αγρότης, ιδιοκτήτης 100 στρεμμάτων στην περιοχή της Βέροιας, καλλιεργεί 80 στρέμματα με βερύκοκα, τα οποία στη συνέχεια τα επεξεργάζεται περαιτέρω για την παραγωγή κομπόστας σε κονσέρβες. Στα υπόλοιπα 20 στρέμματα καλλιεργεί καλαμπόκι το οποίο διαθέτει στην αγορά αυτούσιο. Ο αγρότης αυτός, δεδομένου ότι για την παραγωγή και επεξεργασία του βερύκοκου σε κονσέρβες δεν μπορεί να ανήκει στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών, δεν εμπίπτει στο ειδικό καθεστώς ούτε για την παραγωγή του καλαμποκιού του, οπότε από 1.1.2017 θα ανήκει στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για το σύνολο της εκμετάλλευσης του (παραγωγή και επεξεργασία βερύκοκων και παραγωγή καλαμποκιού). (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Περίπτωση γ’
Οι αγρότες οι οποίοι, παράλληλα με την αγροτική εκμετάλλευση, ασκούν και άλλη δραστηριότητα για την οποία υποχρεούνται στην τήρηση λογιστικών βιβλίων (απλογραφικά ή διπλογραφικά), συμπεριλαμβανομένων και αυτών που διαχειρίζονται ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες, υποχρεούνται στην ένταξη της αγροτικής τους εκμετάλλευσης στο κανονικό καθεστώς, έχοντας όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από το καθεστώς αυτό.
Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να υποβάλουν δήλωση μεταβολών εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους. Η υποχρέωση υποβολής δήλωσης μεταβολών δεν καταλαμβάνει τους αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς και παράλληλα διαχειρίζονται ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως 100 KW ή λειτουργούν αγροτοτουριστικές μονάδες έως 10 δωματίων, καθώς η ένταξη της αγροτικής τους εκμετάλλευσης στο κανονικό καθεστώς από 1.1.2017 θα πραγματοποιηθεί κεντρικά από τις αρμόδιες για τα πληροφοριακά συστήματα υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης. (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω υποχρέωση αφορά όχι μόνο επαγγελματίες που για την άσκηση της δραστηριότητάς τους υπάγονται σε ΦΠΑ (π.χ. λογιστές) αλλά και επαγγελματίες που απαλλάσσονται από το ΦΠΑ (π.χ. γιατροί, ασφαλιστικοί πράκτορες κ.λ.π)
Επίσης, σημειώνεται ότι ως άλλη, κι όχι αγροτική, δραστηριότητα, για την οποία υφίσταται υποχρέωση τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχειών, θεωρείται και η εκμετάλλευση αγροτικών μηχανημάτων, όπως είναι οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές, τα σπαρτικά μηχανήματα που προσαρτώνται σε τρακτέρ, κλπ, επομένως αγρότες οι οποίοι παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες υποχρεούνται να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και για την αγροτική τους εκμετάλλευση. (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Παραδείγματα:
1. Γιατρός, ο οποίος ταυτόχρονα με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, κατά το φορολογικό έτος 2016 ασκεί και αγροτική εκμετάλλευση, ανεξαρτήτως ορίου για την εν λόγω αγροτική εκμετάλλευση θα υποχρεωθεί από 1.1.2017 να ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για την αγροτική του δραστηριότητα, εφόσον εξακολουθήσει να την ασκεί.
2. Αγρότης που καλλιεργεί και πουλά ακτινίδια λιανικώς και παράλληλα παρέχει υπηρεσίες με τη θεριζοαλωνιστική μηχανή του, ανεξαρτήτως της αξίας των παραδόσεων των ακτινιδίων παραγωγής του, θα υποχρεωθεί από 1.1.2017 να εντάξει στο κανονικό καθεστώς και την αγροτική του εκμετάλλευση (καλλιέργεια ακτινιδίων).
3. Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος το φορολογικό έτος 2016 έχει αγροτική εκμετάλλευση (καλλιέργεια και παραγωγή λαδιού) από την οποία εισέπραξε, από χονδρικές πωλήσεις, 12.000 ευρώ και έλαβε επιδότηση αξίας 3.000 ευρώ . Ο εν λόγω συνταξιούχος θα μπορεί να είναι αγρότης του ειδικού καθεστώτος και από 1.1.2017.
4. Αγρότης, ο οποίος παράλληλα με την αγροτική του εκμετάλλευση ασχολείται και με τη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως 100 KW, για την οποία τηρεί απλογραφικά βιβλία, ανεξάρτητα του ύψους των πωλήσεων του κατά το φορολογικό έτος 2016 από την αγροτική του εκμετάλλευση καθώς και των επιδοτήσεων που έλαβε, από την 1.1.2017 θα υπάγεται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και θα τηρεί βιβλία όχι μόνο για τη δραστηριότητα της διαχείρισης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αλλά και για την αγροτική του εκμετάλλευση.
Περίπτωση δ’
Επίσης, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της εν λόγω παραγράφου, από 1.1.2017 υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για το σύνολο της αγροτικής τους δραστηριότητας οι αγρότες οι οποίοι παραδίδουν προϊόντα παραγωγής τους από λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή πραγματοποιούν εξαγωγές ή παραδόσεις των προϊόντων τους προς άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. Πρόκειται για τις περιπτώσεις των αγροτών που έως και 31.12.2016 είχαν δικαίωμα επιστροφής ΦΠΑ με το συντελεστή 6% για τις πωλήσεις τους προς άλλους υποκειμένους στο φόρο και με το συντελεστή 3% για τις λοιπές, ως άνω, πωλήσεις των προϊόντων τους. Έτσι λοιπόν οι αγρότες της περίπτωσης αυτής από 1.1.2017 με τις νέες διατάξεις εφαρμόζουν τους γενικούς κανόνες του ΦΠΑ για κάθε είδους παραδόσεις των αγροτικών τους προϊόντων, όπως και για ενδεχόμενες παροχές αγροτικών υπηρεσιών.
Προς το σκοπό αυτό δεν απαιτείται η υποβολή δήλωσης μεταβολών από μέρους των αγροτών αυτών, καθώς η ένταξη του συνόλου της δραστηριότητάς τους στο κανονικό καθεστώς θα πραγματοποιηθεί κεντρικά από τις αρμόδιες για τα πληροφοριακά συστήματα υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης.
Ωστόσο, οι εν λόγω αγρότες έχουν δυνατότητα προαιρετικής μετάταξης στο ειδικό καθεστώς, εφόσον από 1.1.2017 επιλέξουν την παύση των πωλήσεων στη λαϊκή ή από δικό τους κατάστημα ή των εξαγωγών ή των ενδοκοινοτικών παραδόσεων και πληρούνται και τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 41. Για τη μετάταξή τους στο ειδικό καθεστώς αγροτών οφείλουν να υποβάλουν δήλωση μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους 2017. (Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1201/2016).
Παραδείγματα :
1. Αγρότης, κατά το φορολογικό έτος 2016, πραγματοποίησε πωλήσεις στη λαϊκή αγορά αξίας 8.000 ευρώ και χονδρικές πωλήσεις εκτός λαϊκής αγοράς αξίας 4.000 ευρώ και, επίσης, έλαβε επιδοτήσεις 2.000 ευρώ. Από την 1.1.2017 θα εντάξει στο κανονικό καθεστώς όχι μόνο τις πωλήσεις των προϊόντων του στη λαϊκή αγορά αλλά και τις πωλήσεις των προϊόντων του εκτός λαϊκής αγοράς.
2. Αγρότης του ειδικού καθεστώτος, παράλληλα με την αγροτική του εκμετάλλευση διατηρεί και ένα πάγκο εκτός οργανωμένων λαϊκών αγορών και πωλεί αγροτικά προϊόντα παραγωγής του. Κατά το φορολογικό έτος 2016 πραγματοποίησε πωλήσεις από τον πάγκο αξίας 6.000 ευρώ και χονδρικές πωλήσεις αξίας 10.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 6.000 ευρώ. Από την 1.1.2017 θα ενταχθεί στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ δεδομένου ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 41.
3. Αγρότης που παρέδιδε ορισμένα από τα προϊόντα παραγωγής του σε λαϊκές αγορές, μέχρι 31.12.2016 ταυτόχρονα υπαγόταν στο κανονικό καθεστώς για τις πωλήσεις των προϊόντων του στη λαϊκή και στο ειδικό για τις πωλήσεις των προϊόντων του προς άλλους υποκειμένους στο φόρο. Από 1.1.2017 υπάγεται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς για το σύνολο της δραστηριότητάς του. Αν αυτός ο αγρότης αποφασίσει από 1.1.2017 να διακόψει τις πωλήσεις του στην λαϊκή αγορά και με βάση τα κριτήρια της παραγρ. 1 του άρθρου 41 μπορεί να υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών, τότε θα πρέπει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας από 1.1.2017 έως και 30.1.2017 να υποβάλει δήλωση μεταβολών προκειμένου να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών.
IX. Μετατάξεις από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό και το αντίστροφο
Με την παρ. 6 του άρθρου 41 ρυθμίζεται η προαιρετική μετάταξη από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, η υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 41, καθώς και η προαιρετική μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς αγροτών. Ειδικότερα, όσον αφορά τις μετατάξεις αυτές επισημαίνουμε τα εξής:
– Η προαιρετική μετάταξη από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς και εφόσον πληρούνται τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 41 (παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών < των 15.000 € ή λήψη επιδοτήσεων < των 5.000 €) πραγματοποιείται μόνο από την έναρξη επόμενου του φορολογικού έτους, με την υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.).
-Η προαιρετική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς πραγματοποιείται είτε από την έναρξη του φορολογικού έτους με την υποβολή δήλωσης μεταβολών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 30 ημερών, κατά τα ανωτέρω, ή κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους με την υποβολή δήλωσης μεταβολών και ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω δήλωσης. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της προαιρετικής μετάταξης από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς, οι αγρότες υποχρεούνται να παραμείνουν σε αυτό για μια τριετία. Η τριετία υπολογίζεται από την αρχή του φορολογικού έτους στην περίπτωση που η δήλωση μεταβολών για τη μετάταξη στο κανονικό καθεστώς υποβάλλεται στην αρχή του φορολογικού έτους, ενώ, εάν η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, η τριετία υπολογίζεται από την αρχή του επόμενου από τη μετάταξη φορολογικού έτους. Μετά την πάροδο της τριετίας ο αγρότης εξακολουθεί να παραμένει στο κανονικό καθεστώς, εκτός αν με δήλωση μεταβολών εκφράσει αντίθετη βούληση.
Παράδειγμα: Αγρότης του ειδικού καθεστώτος μετατάσσεται προαιρετικά στο κανονικό καθεστώς υποβάλλοντας δήλωση μεταβολών στις 19.7.2017. Σε αυτή την περίπτωση η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς ισχύει από 19.7.2017 και η τριετία για την παραμονή στο κανονικό καθεστώς υπολογίζεται από 1.1.2018.
Επισημαίνεται ότι η μετάταξη στο κανονικό καθεστώς συνεπάγεται την τήρηση όλων των υποχρεώσεων και τη χορήγηση όλων των δικαιωμάτων που προβλέπονται για το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, καθόλη τη διάρκεια της τριετίας, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ήτοι:
• Επιβολή ΦΠΑ στις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων για το σύνολο της αγροτικής εκμετάλλευσης του αγρότη και όχι μόνο για τη δραστηριότητα που ενδεχομένως επιδοτείται.
• Υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ.
• Διενέργεια άμεσης έκπτωσης του φόρου εισροών.
• Διενέργεια διακανονισμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του κώδικα ΦΠΑ.
Κατά συνέπεια στην περίπτωση που αγρότης του ειδικού καθεστώτος καθίσταται δικαιούχος προγράμματος οικονομικής ενίσχυσης για την αγορά επενδυτικών αγαθών της αγροτικής του εκμετάλλευσης, μπορεί να επιλέξει είτε την μετάταξή του στο κανονικό καθεστώς, προκειμένου να ασκήσει άμεσα το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των αγορών του, είτε να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς και να δικαιούται επιστροφής με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές.
Παραδείγματα προαιρετικής μετάταξης από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς:
α) Αγρότης, ο οποίος λαμβάνει ήδη επιστροφή με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές, και ως εκ τούτου είναι γραμμένος στο ειδικό μητρώο TAXIS αγροτών, θα πρέπει να υποβάλλει δήλωση μετάταξης.
β) Αγρότης, ο οποίος δεν έχει λάβει ακόμη επιστροφή ΦΠΑ, με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές και δεν έχει εγγραφεί στο ειδικό μητρώο TAXIS αγροτών, διότι άρχισε τις εργασίες του π.χ. στις 15.5.2017 και επιθυμεί να μεταταγεί στο κανονικό καθεστώς στις 1.1.2018, πρέπει πρώτα να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο με ημερομηνία τουλάχιστον 31.12.2017, ώστε να είναι δυνατή η είσπραξη επιστροφής για το έτος 2017, και να ακολουθήσει δήλωση μετάταξης τουλάχιστον έως 30.1.2018.
γ) Αγρότης, ο οποίος δεν έχει λάβει ακόμη επιστροφή ΦΠΑ, με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές και δεν έχει εγγραφεί στο ειδικό μητρώο TAXIS αγροτών, διότι η καλλιέργειά του, π.χ. δέντρα τα οποία φύτεψε το 2015, δεν έχει αποδώσει ακόμη καρπούς, ή είχε μεν παραγωγή αλλά παρέδιδε το σύνολό της λιανικώς σε ιδιώτες στο χωράφι, και επιθυμεί μετάταξη στο κανονικό καθεστώς στις 28.3.2018, πρέπει πρώτα να εγγραφεί στο ειδικό μητρώο με υποβολή του εντύπου Μ0, παρόλο που στην περίπτωση αυτή δεν έχει δικαίωμα επιστροφής με τους κατ’ αποκοπή συντελεστές, και στη συνέχεια να ακολουθήσει η δήλωση μετάταξης ή να διενεργήσει απευθείας δήλωση έναρξης (παρ. 12 και 14γ του άρθρου 41).
– Υποχρεωτική μετάταξη από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς υφίσταται, λόγω μη πλήρωσης των κριτηρίων της παρ. 1. (παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών > των 15.000 € ή λήψη επιδοτήσεων > των 5.000 €). H μετάταξη αυτή, για την οποία επίσης υποβάλλεται δήλωση μεταβολών εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έναρξη του φορολογικού έτους, πραγματοποιείται από την έναρξη του φορολογικού έτους. Σε περίπτωση που η δήλωση μεταβολών υποβληθεί μετά το πέρας της προαναφερόμενης προθεσμίας, θεωρείται εκπρόθεσμη και επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 54, παρ. 2 του ΚΦΔ. Η μη υποβολή της δήλωσης μεταβολών δεν επηρεάζει την υποχρεωτική μετάταξη στο κανονικό καθεστώς από την αρχή του φορολογικού έτους. Στην περίπτωση της ανωτέρω υποχρεωτικής μετάταξης, δεν υφίσταται κάποιος χρονικός περιορισμός (3ετή παραμονή) για υποχρεωτική παραμονή στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, πέραν του τρέχοντος φορολογικού έτους, και από την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να επιλέξει τη μετάταξή του στο ειδικό καθεστώς, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα ανωτέρω αναφερόμενα κριτήρια της παρ. 1 και δεν υφίστανται οι περιορισμοί των περιπτώσεων α’ έως και δ’ της παρ. 5.
Δηλαδή εάν κατά το φορολογικό έτος 2017 ο αγρότης δεν έχει υπερβεί τα όρια που τίθενται με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, μπορεί να ενταχθεί από 1.1.2018 στο ειδικό καθεστώς. Εννοείται ότι εάν, παρότι δεν έχει υποχρέωση, παραμείνει στο κανονικό καθεστώς, μπορεί σε οποιαδήποτε επόμενο φορολογικό έτος να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς, με την προϋπόθεση βέβαια της πλήρωσης των κριτηρίων που τίθενται.
Παράδειγμα:
Αγρότης το 2017 είχε ενταχθεί υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς, μέσα στο 2017 όμως αν και πραγματοποίησε χονδρικές πωλήσεις αξίας 7.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών αξίας 3.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 4.000 ευρώ και συνεπώς θα μπορούσε από 1.1.2018 να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς αγροτών, αυτός παρέμεινε και για το 2018 στο κανονικό καθεστώς. Ο εν λόγω αγρότης και το 2018 πραγματοποιεί χονδρικές πωλήσεις αξίας 6.000 ευρώ και παροχές αγροτικών του υπηρεσιών αξίας 2.000 ευρώ και έλαβε επιδοτήσεις 4.500 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι από 1.1.2019 ο αγρότης αυτός μπορεί να μεταταχθεί στο ειδικό καθεστώς έστω αν και το 2018 είχε παραμείνει από επιλογή στο κανονικό καθεστώς.
Επισημαίνεται ότι στο ανωτέρω παράδειγμα και σε ανάλογες περιπτώσεις που κάποιος παρέμεινε προαιρετικά στο κανονικό καθεστώς ως συνέχεια υποχρεωτικής ένταξης, δεν υφίσταται η υποχρέωση παραμονής για μια τριετία δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή υφίσταται σε περίπτωση προαιρετικής μετάταξης και όχι σε περίπτωση προαιρετικής παραμονής στο κανονικό καθεστώς.
X. Απογραφή μετάταξης
Οι αγρότες που μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό και αντίστροφα υποχρεούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 41 να συντάξουν απογραφή σε αθεώρητες πλέον καταστάσεις και να περατωθεί μέσα σε δύο μήνες από την μετάταξη.
Η απογραφή πρέπει να περιλαμβάνει:
α. Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται όσα έχουν συλλεχτεί, οι ηρτημένοι καρποί και οι καλλιέργειες που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η αποτίμηση των αποθεμάτων θα γίνει σε τιμές πώλησης κατά το χρόνο της απογραφής και θα περιλαμβάνει τα αγαθά χωριστά κατά συντελεστή του κατ’ αποκοπή φόρου.
β. Τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής, όπως σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών και λοιπών συναφών αποτιμώμενα σε τιμές κόστους.
γ. Τα αγαθά επένδυσης (πάγια). Η αποτίμηση θα γίνει στην αξία κτήσης προσαυξημένη με τις δαπάνες βελτίωσης και επέκτασης αυτών εκτός των δαπανών επισκευής και συντήρησης, εφόσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της αγροτικής εκμετάλλευσης και δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33.
XI. Ρύθμιση αποθεμάτων αγροτικών προϊόντων κατά τη μετάταξη
Η διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 41 καθορίζει την τύχη των αποθεμάτων των αγροτικών προϊόντων που προέκυψαν από την απογραφή η οποία έγινε κατά τη μετάταξη από το ένα καθεστώς στο άλλο.
Μετάταξη από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς
Στην περίπτωση αυτή τα αποθέματα των έτοιμων αγροτικών προϊόντων, όπως εμφανίζονται στην απογραφή που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 41, θεωρούνται αγορές του κανονικού καθεστώτος και ο μετατασσόμενος αγρότης έχει δικαίωμα στο καθεστώς που εντάσσεται, να εκπέσει από το φόρο των εκροών του τον κατ’ αποκοπή φόρο που επιβάρυνε τις εισροές των αποθεμάτων αυτών, όπως προκύπτει από τη δήλωση αποθεμάτων, την οποία είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει μέσα σε δύο μήνες από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου στην οποία ζητείται η μετάταξη. Ο φόρος αυτός εκπίπτει με τη δήλωση ΦΠΑ του άρθρου 38 της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων.
Παράδειγμα: Έστω, ότι ένας αγρότης μετατάσσεται από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό. Στην τελευταία ημέρα της διαχειριστικής περιόδου, που προηγείται της μετάταξης, θα συντάξει απογραφή των αποθεμάτων των αγροτικών του προϊόντων και παράλληλα υποβάλλει την δήλωση αποθεμάτων κατά τον πρώτο μήνα της διαχειριστικής περιόδου του νέου καθεστώτος μετά το πέρας της απογραφής.
Τα αποθέματα θα εμφανιστούν σαν αγορές του κανονικού καθεστώτος και ο κατ’ αποκοπή φόρος, που αναλογεί σ’ αυτά όπως προκύπτει από τη δήλωση αποθεμάτων, θα προστεθεί στο φόρο των αγορών του μηνός αυτού και θα εκπεστεί από το φόρο που προκύπτει από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, στην δήλωση ΦΠΑ που θα αφορά την φορολογική περίοδο αυτή.
Η αποτίμηση των αποθεμάτων θα γίνει με τρέχουσες τιμές πώλησης κατά το χρόνο της απογραφής και ο υπολογισμός του φόρου με βάση τον κατ’ αποκοπή συντελεστή.
Μετάταξη από το κανονικό καθεστώς στο καθεστώς των αγροτών
Στην περίπτωση αυτή τα αποθέματα των έτοιμων αγροτικών προϊόντων θεωρούνται παραδόσεις (πωλήσεις) αγαθών του κανονικού καθεστώτος υποκείμενες σε φόρο. Ο υπολογισμός του φόρου θα γίνεται και στην περίπτωση αυτή με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή συντελεστή (6%) στην αξία πώλησης των προϊόντων κατά το χρόνο της μετάταξης. Ο αγρότης δηλαδή που μετατάσσεται από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς θα εμφανίσει στα βιβλία του τα αποθέματα ως πωληθέντα και ο κατ’ αποκοπή φόρος που αναλογεί σ’ αυτά θα αναγραφεί στη δήλωση των αποθεμάτων της παρ. 11 του άρθρου 41 του κώδικα ΦΠΑ και θα καταβληθεί με την υποβολή της δήλωσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων.
XII. Ρύθμιση αποθεμάτων πρώτων υλών και αγαθών επένδυσης στην μετάταξη από το ειδικό καθεστώς αγροτών στο κανονικό
Όπως ορίζει η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 41, όταν ο αγρότης μετατάσσεται από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, δικαιούται να εκπέσει από το φόρο των εκροών του (πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών) το φόρο που έχει επιβαρύνει τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής του (σπόροι, φυτοφάρμακα, λιπάσματα), καθώς και το φόρο που έχει επιβαρύνει τα αγαθά επένδυσης (πάγια περιουσιακά στοιχεία, μηχανήματα, αγροτικά αυτοκίνητα), τα οποία έχουν περιληφθεί στην απογραφή που συνέταξε ο αγρότης κατά τη μετάταξή του.
Διευκρινίζεται ότι η έκπτωση του φόρου των αποθεμάτων των πρώτων υλών θα γίνεται μόνο με την προϋπόθεση ότι ο αγρότης διαθέτει το σχετικό τιμολόγιο αγοράς.
Ως προς τη σύνταξη της απογραφής των πρώτων υλών, τον υπολογισμό του φόρου και τον τρόπο της έκπτωσης, ισχύουν όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο για τα αποθέματα των προϊόντων της αγροτικής παραγωγής, με τη διαφορά ότι η αποτίμηση των πρώτων υλών γίνεται στη μικρότερη τιμή μεταξύ τιμών κτήσης και τρέχουσας και για τον υπολογισμό του φόρου λαμβάνονται υπόψη οι κανονικοί συντελεστές που επιβάρυναν τις πρώτες ύλες.
Ως προς την έκπτωση του φόρου των αγαθών επένδυσης (πάγια), θα γίνεται μόνο εφόσον δεν έχει παρέλθει πενταετία από την πρώτη χρησιμοποίησή τους, δηλαδή εφόσον δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού, που ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33 και κατά το μέρος που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του πενταετούς διακανονισμού.
Παραδείγματα:
1) Αγρότης του ειδικού καθεστώτος αγόρασε και άρχισε να χρησιμοποιεί γεωργικό μηχάνημα το έτος 2017 και πλήρωσε 3.000 € και ΦΠΑ 720 € (3.000 Χ 24%). Έστω, ότι μετατάσσεται στο κανονικό καθεστώς την 1.1.2018. Επειδή δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού, ο αγρότης αυτός έχει δικαίωμα να εκπέσει κατά τη μετάταξή του στο κανονικό καθεστώς το φόρο που αντιστοιχεί στα υπόλοιπα έτη της πενταετίας δηλαδή 7200 Χ 4/5 = 576 €.
2) Αγρότης του ειδικού καθεστώτος ο οποίος την 1.1.2018 μετατάσσεται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς. Ας υποθέσουμε ότι στην απογραφή εμφανίζονται αγροτικά προϊόντα 5.000 ευρώ για τα οποία ισχύει κατ΄ αποκοπή συντελεστής φόρου 6%. Επιπλέον υπάρχουν πρώτες ύλες (σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ.) αξίας 6.000 ευρώ με ΦΠΑ 780 ευρώ (6.000 13%) και ένα γεωργικό μηχάνημα που αγοράστηκε το 2014 αξίας 10.000 ευρώ με ΦΠΑ 2.300 ευρώ (συντελεστής 23%), για τα οποία ο αγρότης διαθέτει τα σχετικά τιμολόγια.
Ο αγρότης υποβάλει στις 26.2.2018 δήλωση αποθεμάτων μετάταξης που θα περιλαμβάνει τα ανωτέρω στοιχεία.
Στη συνέχεια με την δήλωση ΦΠΑ του 1ου τριμήνου 2018, αν τηρεί απλογραφικά βιβλία, ή του μηνός Φεβρουαρίου 2018, αν τηρεί διπλογραφικά βιβλία θα γίνουν οι παρακάτω ενέργειες:
Ο κατ΄ αποκοπή φόρος των αποθεμάτων 300 ευρώ (5.000 X 6%) και ο φόρος των αποθεμάτων πρώτων υλών 780 ευρώ θα εκπεστούν από το φόρο εκροών.
Τέλος για το γεωργικό μηχάνημα, επειδή δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού, ο αγρότης έχει δικαίωμα να εκπέσει από το φόρο εκροών το φόρο που αντιστοιχεί στο υπόλοιπο 1 έτος της πενταετίας, ήτοι 460 ευρώ (2.300 Χ 1/5).
Επομένως ο αγρότης του παραδείγματος έχει δικαίωμα να εκπέσει συνολικά ΦΠΑ ευρώ 1540 (300+780+460), ο οποίος αναγράφεται στα «Λοιπά προστιθέμενα ποσά» της οικείας δήλωσης ΦΠΑ.
XIII. Ρύθμιση αποθεμάτων πρώτων υλών και αγαθών επένδυσης στην μετάταξη από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς αγροτών
Με τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 41 ορίζεται ότι οι μετατασσόμενοι αγρότες από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο ειδικό καθεστώς των αγροτών είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν στο Δημόσιο το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί τα αποθέματα των πρώτων υλών της αγροτικής παραγωγής. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιστροφή στο Δημόσιο του φόρου που έχει εκπεστεί από τους αγρότες του κανονικού καθεστώτος ως φόρος εισροών κατά το χρόνο της αγοράς των πρώτων υλών. Ο φόρος αυτός θα πρέπει να καταβληθεί, γιατί ο αγρότης που θα μεταταγεί στο ειδικό καθεστώς θα πάρει πίσω το φόρο που αναλογεί στις πρώτες ύλες με την εφαρμογή των κατ’ αποκοπή συντελεστών στα ακαθάριστα έσοδα, που θα προέλθουν από την πώληση των αγροτικών προϊόντων.
Ως αποθέματα πρώτων υλών λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από την απογραφή που γίνεται σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου.
Με τη διάταξη της περίπτωσης β΄ της παρ. 10 οι μετατασσόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στο Δημόσιο το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί τα αγαθά επένδυσης (πάγια). Η καταβολή του φόρου θα γίνεται εφόσον δεν έχει παρέλθει πενταετία από την πρώτη χρησιμοποίησή τους, δηλαδή εφόσον δεν έχει παρέλθει η πενταετής περίοδος διακανονισμού και κατά το μέρος που αναλογεί στα υπόλοιπα έτη του πενταετούς διακανονισμού.
Παράδειγμα: Ο καλλιεργητής δημητριακών που υπάγεται στο κανονικό καθεστώς του φόρου αγόρασε και άρχισε να χρησιμοποιεί τον Ιούνιο 2016 γεωργικό μηχάνημα αξίας 2.000 για το οποίο πλήρωσε ΦΠΑ 480 € (2.000 Χ 24%). Με την δήλωση ΦΠΑ του 2ου τριμήνου 2016 εξέπεσε ολόκληρο το ποσό του φόρου που πλήρωσε για το μηχάνημα (ποσοστό δικαιώματος έκπτωσης 100%). Ο φόρος αυτός των εισροών υπόκειται κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 33 σε πενταετή διακανονισμό για το 1/5 αυτού κάθε έτος, ανάλογα με τη μεταβολή του δικαιώματος έκπτωσης.
Αν ο αγρότης αυτός από 1.1.2018 μεταταγεί στο ειδικό καθεστώς, όπου ως γνωστό δε θα υπάγεται στο ΦΠΑ, έχουμε μεταβολή του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου για τα υπόλοιπα τρία χρόνια της πενταετίας που δε δικαιούται έκπτωσης και συνεπώς πρέπει να γίνει διακανονισμός της έκπτωσης του ποσού των 480 για τα 3/5 αυτού. Αυτό σημαίνει ότι ο αγρότης θα πρέπει να καταβάλει στο Δημόσιο ποσό φόρου 288 € (480 Χ 3/5).
XIV. Δήλωση αποθεμάτων
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 41 οι αγρότες που μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς στο κανονικό και αντίστροφα είναι υποχρεωμένοι να υποβάλουν ειδική δήλωση “Αποθεμάτων Μετάταξης” μέσα σε δύο μήνες από την μετάταξη.
Η δήλωση αυτή θα περιλαμβάνει τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων, των πρώτων υλών και επενδυτικών αγαθών, όπως έχουν απογραφεί σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην παρ. 7. Επίσης, η δήλωση αυτή θα περιλαμβάνει το φόρο που αναλογεί στα αποθέματα αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών με την εφαρμογή του κατ’ αποκοπή ή κανονικών συντελεστών κατά περίπτωση, το φόρο που εκπέστηκε κατά την αγορά των επενδυτικών αγαθών ή που πρέπει να εκπεστεί και το υπόλοιπο του φόρου που παραμένει για διακανονισμό για τα υπόλοιπα χρόνια της πενταετίας.
Το σύνολο του φόρου που θα προκύψει από τη δήλωση έχει δικαίωμα να εκπέσει ο μετατασσόμενος αγρότης, εφόσον μετατάσσεται από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό ή έχει υποχρέωση να καταβάλλει, εφόσον μετατάσσεται από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς. Ο φόρος αυτός εκπίπτει με τη δήλωση ΦΠΑ του άρθρου 38 της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων ή για τους αγρότες που μετατάσσονται από το κανονικό στο ειδικό καθεστώς, η δήλωση για την απόδοση του φόρου υποβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν που υποβάλλεται η δήλωση αποθεμάτων.
Για τη δήλωση αυτή θα εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που προβλέπονται για τις δηλώσεις του άρθρου 38 (έλεγχος δηλώσεων, έκδοση καταλογιστικών πράξεων, πρόστιμο, προσαυξήσεις κ.λπ.).
Πηγές:
– Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1098/2007, ΠΟΛ. 1066/2.4.2013, Α.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1088/1.4.2014.
– Ε.Δ.Υ.Ο. ΠΟΛ.1132/10.4.1996, Ε.Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1003/2015), ΠΟΛ.1201/28.12.2016).
– Ε.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1073/10.5.2017) και 1010/16.1.2018.
– Φ.Π.Α. Δ Έκδοση, Κωδικοποίηση – Ερμηνεία – Εφαρμογή, έργο του ίδιου συγγραφέα.