Τι περιθώρια όμως έχουν οι εταιρείες έτσι ώστε να μπορούν τουλάχιστον να αναγνωρίσουν στα έξοδα τους την ζημιά από τις επισφαλείς ή από τις ανεπίδεκτες είσπραξης απαιτήσεις τους;
Εκτός από τις τράπεζες, τις εταιρείες factoring και χρηματοδοτικών μισθώσεων για τις οποίες εφαρμόζονται ειδικότερες διατάξεις, οι υπόλοιπες εταιρίες έχουν τις παρακάτω δυνατότητες ανάλογα με την φύση της κάθε απαίτησης:
Η πρώτη κατηγορία αφορά τις απαιτήσεις μέχρι 300 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) ανά πελάτη. Στις περιπτώσεις αυτές η εταιρεία μπορεί να διαγράψει και να αναγνωρίσει φορολογικά την ζημιά αυτή (καθαρή αξία και ΦΠΑ), με την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρωθεί 12 μήνες από τότε που η απαίτηση έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη. Δεν απαιτείται η άσκηση ένδικων μέσων πάρα μόνο η γνωστοποίηση στον πελάτη ότι η απαίτηση της εταιρείας έχει διαγραφεί. Τέλος η δυνατότητα αυτή ισχύει για διαγραφή απαιτήσεων μέχρι του ποσοστού 5% των συνολικών απαιτήσεων στο τέλος του έτους.
Η δεύτερη και πιο κοινή κατηγορία, αφορά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η είσπραξη της απαίτησης παρουσιάζει σημαντική καθυστέρηση, η έκβαση της είναι αβέβαιη και η εταιρεία ασκεί κάθε νόμιμο δικαίωμα της προκειμένου να διασφαλίσει την είσπραξη. Στην περίπτωση αυτή, επειδή οι νομικές ενέργειες (αγωγή, διαταγή πληρωμής, πλειστηριασμός, κτλ.) είναι χρονοβόρες, η εταιρεία μπορεί καταρχήν να σχηματίσει στα βιβλία της πρόβλεψη επισφάλειας, μόνο για την καθαρή αξία της απαίτησης, με τα παρακάτω ποσοστά :
Εάν η απαίτηση είναι ληξιπρόθεσμη:
(α) πάνω από 24 μήνες αναγνωρίζεται φορολογικά το 100% της καθαρής αξίας της απαίτησης,
(β) πάνω από 18 μήνες, αναγνωρίζεται φορολογικά το 75% και
(γ) πάνω από 12 μήνες, αναγνωρίζεται φορολογικά το 50%.
Από εκεί και μετά και εφόσον τα ένδικα μέσα έχουν εξαντληθεί και η εταιρεία δεν μπορεί να εισπράξει, τότε αναγνωρίζεται και ο ΦΠΑ της απαίτησης ως ζημιά.
Ειδικά για τον ΦΠΑ τέτοιων απαιτήσεων, ο Ν.2859/2000 και η σχετική νομολογία δίνουν την δυνατότητα για την ανάκτηση του (όχι δηλαδή την αναγνώριση του εξόδου από την διαγραφή του αλλά την επιστροφή του από τις φορολογικές αρχές) σε περιπτώσεις ολικής ή μερικής μη πληρωμής της οφειλής, λόγω πτώχευσης, εξυγίανσης ή θέσης σε ειδική διαχείριση του αντισυμβαλλομένου.
Η τρίτη κατηγορία αφορά τις περιπτώσεις απαιτήσεων από συνδεδεμένα μέρη δηλαδή από μετόχους, εταίρους και θυγατρικές εταιρείες με ποσοστό συμμετοχής πάνω από 10%. Τέτοιου είδους επισφαλείς απαιτήσεις δεν μπορούν να αναγνωριστούν φορολογικά, εκτός εάν υπάρχει εκκρεμοδικία ή εάν ο οφειλέτης έχει υποβάλει αίτημα κήρυξης σε πτώχευση ή υπαγωγής σε διαδικασία εξυγίανσης ή σε βάρος του έχει εκκινήσει η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Η ζημιά όμως που προέρχεται από την εκκαθάριση θυγατρικής αναγνωρίζεται φορολογικά.
Η τέταρτη κατηγορία αφορά περιπτώσεις κατά τις οποίες η εταιρεία προβαίνει σε δικαστικό συμβιβασμό ή σε αμοιβαία συμφωνία με τον πελάτη της, διαγράφοντας το μέρος της απαίτησης που ο πελάτης δεν δύναται να καταβάλει. Στις περιπτώσεις αυτές, το ποσό της ζημιάς από την διαγραφή μπορεί να αναγνωριστεί φορολογικά χωρίς να απαιτείται η εταιρεία να έχει ασκήσει ένδικα μέσα ή να έχει σχηματιστεί πρόβλεψη επισφάλειας στα βιβλία της. Ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να τεκμηριώνεται ότι η παραίτηση της εταιρείας από μέρος της απαίτησης της έχει επιχειρηματική λογική και δεν υποκρύπτεται οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή ή σκοπιμότητα.
Από την πλευρά της οφειλέτριας εταιρείας (δηλαδή του πελάτη) το όφελος από την διαγραφή, θα φορολογηθεί με 22% για σκοπούς εισοδήματος και με 2,4% για σκοπούς χαρτοσήμου. Απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για την οφειλέτρια εταιρεία παρέχεται κάτω από ειδικές προϋποθέσεις και μόνο όταν ο συμβιβασμός γίνεται με πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή στα πλαίσια εξυγίανσης με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών.
του Θοδωρή Κιντή (Επικεφαλής φορολογικών υπηρεσιών BDO Services AE)
πηγή: naftemporiki.gr
Comments
No comment yet.