Σε πρόσφατη υπόθεση φορολογικού ελέγχου, εντοπίστηκε τεχνητή διευθέτηση σε συναλλαγές εταιρείας.
Η εταιρεία βρέθηκε να λαμβάνει πολλαπλά τιμολόγια καθαρής αξίας μικρότερης των 500 ευρώ την ίδια ημέρα και από τον ίδιο προμηθευτή, με τα τιμολόγια να φέρουν σχεδόν συνεχόμενη αρίθμηση.
Η πρακτική αυτή, κατά τον φορολογικό έλεγχο, κρίθηκε ως διάσπαση του συνολικού τιμήματος συναλλαγής σε μικρότερες μονάδες.
Η διάσπαση των τιμολογίων θεωρήθηκε ως ενιαία συναλλαγή, σκοπίμως διασπασμένη ώστε να μην υπερβαίνει τα 500 ευρώ, και κατά συνέπεια να εξαιρείται από τις διατάξεις περί μη έκπτωσης των δαπανών, εφόσον η εξόφλησή δεν πραγματοποιείται μέσω τραπεζικών μέσων πληρωμής.
Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του νόμου 4172/2013 καθορίζονται οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα τόσο των φυσικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα (ατομικές επιχειρήσεις) όσο και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.
Ειδικότερα, ορίζει ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ, είτε αυτές οι συναλλαγές γίνονται εντός της χώρας είτε στο εξωτερικό, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφλησή τους δεν πραγματοποιήθηκε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής.
Η διάταξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την παρακολούθηση και τον έλεγχο των οικονομικών συναλλαγών, εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια και την αποφυγή φοροδιαφυγής.
Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης, στην έννοια της αγοράς αγαθών και της λήψης υπηρεσιών περιλαμβάνονται οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων, καθώς και πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης και υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση.
Η εταιρεία προσέφυγε στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) για την ακύρωση των πράξεων του φορολογικού ελέγχου.
Ωστόσο, η ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή, επικυρώνοντας το σκεπτικό και τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, επιβεβαιώνοντας έτσι την απόφαση της φορολογικής αρχής.
Comments
No comment yet.