A – Εμφάνιση του κεφαλαίου στις οικονομικές καταστάσεις της ιδρυθείσας εταιρείας
Σε αντίθεση με τις προϊσχύουσες διατάξεις του Ε.Γ.Λ.Σ., κατά τις οποίες ως κεφάλαιο αναγνωρίζεται το εγκεκριμένο, η ερμηνευτική των Ε.Λ.Π. (Ν.4308/2014) Λογιστική Οδηγία της ΕΛΤΕ ορίζει ότι, «ως στοιχείο του κεφαλαίου μιας οντότητας αναγνωρίζεται μόνο το, σε οποιαδήποτε μορφή, ήδη εισφερθέν μέρος του κεφαλαίου. Δηλαδή, δεν αναγνωρίζεται το εγκεκριμένο να καταβληθεί αλλά μη εισέτι καταβληθέν, κατά την ημερομηνία του ισολογισμού, μέρος του κεφαλαίου». Βάσει Παραρτήματος Γ΄ του Ν.4308/2014, για την απεικόνιση του κεφαλαίου και της διαφοράς υπέρ το άρτιο χρησιμοποιειται ο λογ. 40 «Κεφάλαιο» και 41 «Υπέρ το άρτιο». Η ανάλυσή τους σε περαιτέρω υπολογαριασμούς υπόκειται στην κρίση της εταιρείας.
Για λόγους πληροφόρησης πάντως, το εγκεκριμένο αλλά μη καταβλημένο κεφάλαιο μπορεί να παρουσιάζεται στο λογαριασμό του κεφαλαίου της καθαρής θέσης, ενδεικτικά, ως εξής:
Εγκεκριμένο κεφάλαιο | 1.000 |
Μη καταβλημένο κεφάλαιο | (600) |
Καταβλημένο κεφάλαιο | 400 |
Για την απεικόνιση των ανωτέρω μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο δευτεροβάθμιος λογαριασμός 40.01 «Εγκεκριμένο κεφάλαιο» και ο αφαιρετικός του, 40.02 «Μη καταβεβλημένο κεφάλαιο». Το πιστωτικό τους υπόλοιπο θα δίνει το πράγματι καταβληθέν κεφάλαιο.
Σημείωση: Όταν η έκδοση ενός στοιχείου καθαρής θέσης συνεπάγεται την επέλευση κόστους (π.χ. έξοδα και προμήθειες έκδοσης μετοχών), το σχετικό ποσό καταχωρείται αρνητικά στην καθαρή θέση, εφόσον κρίνεται σημαντικό. Όταν το σχετικό ποσό δεν είναι σημαντικό, μπορεί να αντιμετωπίζεται ως έξοδο στην κατάσταση αποτελεσμάτων με βάση την αρχή του δεδουλευμένου. (Λογιστική Οδηγία ΕΛΤΕ)
Παραλείψεις ή σφάλματα σε κονδύλια χαρακτηρίζονται από το Παράρτημα Α΄ του Ν.4308/2014 ως σημαντικά, εάν θα μπορούσαν ατομικά ή αθροιστικά, να επηρεάσουν τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών που λαμβάνονται βάσει των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Το σημαντικό μέγεθος εξαρτάται από το μέγεθος και τη φύση της παράλειψης ή του σφάλματος, κρινόμενο υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Το μέγεθος ή η φύση του κονδυλίου, ή ένας συνδυασμός και των δύο, θα μπορούσε να είναι καθοριστικός παράγων.
Σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 29, παρ. 12 των Ε.Λ.Π. ορίζει ότι, σχετικά με την καθαρή θέση, πρέπει να γνωστοποιείται στο Προσάρτημα:
- α) Το κεφάλαιο που έχει εγκριθεί αλλά δεν έχει καταβληθεί.
- β) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία των τίτλων καθαρής θέσης ή, όταν δεν υπάρχει ονομαστική, η λογιστική αξία κάθε κατηγορίας τίτλων.
- γ) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία ή, όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία, η λογιστική αξία των τίτλων που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο και εκδόθηκαν μέσα στη περίοδο, εντός των ορίων του εγκεκριμένου κεφαλαίου.
- δ) Η ύπαρξη πιστοποιητικών συμμετοχής, μετατρέψιμων τίτλων, δικαιωμάτων αγοράς τίτλων, δικαιωμάτων προαίρεσης ή παρόμοιων τίτλων ή δικαιωμάτων, με μνεία του αριθμού τους, της αξίας τους και των δικαιωμάτων που παρέχουν.
- ε) Ανάλυση κάθε αποθεματικού με σύντομη περιγραφή του σκοπού του και της κίνησης που παρουσίασε στην περίοδο, εφόσον η εν λόγω κίνηση δεν παρέχεται αναλυτικά στον Πίνακα Μεταβολών Καθαρής Θέσης.
- στ) Ο αριθμός και η ονομαστική αξία των κατεχόμενων ιδίων τίτλων καθαρής θέσης ή, όταν δεν υπάρχει ονομαστική, η λογιστική αξία κάθε κατηγορίας τίτλων.
B – Λογιστικές εγγραφές κάλυψης μετοχικού κεφαλαίου
Β.Α. ) Κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου Α.Ε. κατά τη ίδρυση, με μετρητά και εισφορά σε είδος
Ιδρύεται Α.Ε με εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο 400.000 €, το οποίο αποτελείται από 100.000 μετοχές των 4 € η κάθε μία. Ιδρυτικά μέλη της Α.Ε. είναι οι μέτοχοι Α, Β και Γ που κατέχουν αντίστοιχα, το 45%, 35% και 20% του μετοχικού κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο θα καταβληθεί από τους μετόχους, κατά την ίδρυση, σε μετρητά, εκτός από τον μέτοχο Α ο οποίος θα εισφέρει εκτός από μετρητά και ένα μηχάνημα που η επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν.2190/1920 εκτίμησε σε 50.000 €. Οι ημερολογιακές εγγραφές κάλυψης του μετοχικού κεφαλαίου έχουν ως εξής:
- Μέτοχος Α: 400.000 x 45% = 180.000 €
- Μέτοχος Β: 400.000 x 35% = 140.000 €
- Μέτοχος Γ: 400.000 x 20% = 80.000 €
Λ/μός | Περιγραφή | Χρέωση | Πίστωση |
38.02 | Καταθέσεις Όψεως | 350.000 | |
12.00 | Μηχανήματα | 50.000 | |
40.01 | Κεφάλαιο καταβεβλημένο – Μέτοχος Α | 180.000 | |
40.02 | Κεφάλαιο καταβεβλημένο – Μέτοχος Β | 140.000 | |
40.03 | Κεφάλαιο καταβεβλημένο – Μέτοχος Γ | 80.000 | |
Κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου |
Β.Β.) Κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου Α.Ε. σε δόσεις
Την 1/2/20Χ0 ιδρύεται Α.Ε. με ιδρυτικά μέλη το μέτοχο Α με ποσοστό 60% και το μέτοχο Β με ποσοστό 40%. Το μετοχικό κεφάλαιο ανέρχεται σε 300.000 €, θα καταβληθεί σε χρήμα και αποτελείται από 60.000 μετοχές των 5 € η κάθε μία. Κατά τη σύσταση, ο μέτοχος Α καταβάλλει 120.000 €, ενώ ο μέτοχος Β 80.000 € σε μετρητά. Το υπόλοιπο θα καταβληθεί σε δύο ισόποσες ετήσιες δόσεις, την 1/2 της επόμενης και μεθεπόμενης χρονιάς.
Καταρχήν με βάση τα ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο της εταιρείας ο κάθε μέτοχος πρέπει συνολικά να καλύψει:
- Μέτοχος Α: 300.000 x 60% = 180.000 €
- Μέτοχος Β: 300.000 x 40% = 120.000 €
α) Έτος 20Χ0
Έστω ότι η εταιρεία επιθυμεί, για λόγους πληροφόρησης, εκτός από το καταβληθέν, να απεικονίζει και το εγκεκριμένο καθώς και το μη καταβληθέν κεφάλαιο. Όπως προαναφέρθηκε, για να το πετύχει αυτό, μπορεί να χρησιμοποιήσει κατάλληλους δευτεροβάθμιους υπολογαριασμούς (π.χ. 40.01 και 40.02). Έτσι, κατά την σύσταση της εταιρείας:
– Εγκεκριμένο κεφάλαιο:
Μέτοχος Α: 180.000 €
Μέτοχος Β: 120.000 €
– Καταβλημένο κεφάλαιο: 120.000 + 80.000 = 200.000 €
– Μη καταβλημένο κεφάλαιο: 60.000 + 40.000 = 100.000 €
Λ/μός | Περιγραφή | Χρέωση | Πίστωση |
40.02.01 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Α | 180.000 | |
40.02.02 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Β | 120.000 | |
40.01.00 | Κεφάλαιο εγκεκριμένο – Μέτοχος Α | 180.000 | |
40.01.01 | Κεφάλαιο εγκεκριμένο – Μέτοχος Β | 120.000 | |
1/2/20Χ0 – Κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου |
Λ/μός | Περιγραφή | Χρέωση | Πίστωση |
38.02 | Καταθέσεις Όψεως | 200.000 | |
40.02.01 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Α | 120.000 | |
40.02.02 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Β | 80.000 | |
1/2/20Χ0 – Καταβολή μετοχικού κεφαλαίου κατά τη σύσταση |
Στον ισολογισμό του έτους 20Χ0, θα πρέπει να εμφανίζεται μόνο το καταβληθέν κεφάλαιο. Πράγματι, την 31/12/20Χ0 ο λογ. 40 «Κεφάλαιο» έχει πιστωτικό υπόλοιπο ίσο με 200.000 ευρώ, το ποσό δηλ. που έχει πράγματι καταβληθεί. Περαιτέρω, για λόγους πληροφόρησης, στον υπολογ. 40.02 εμφανίζεται χρεωστικό υπόλοιπο 100.000 ευρώ, το οποίο εκφράζει το κεφάλαιο που οφείλεται σε επόμενες χρήσεις.
β) Έτος 20Χ1
Μέτοχος Α (2η δόση): (μη καταβλημένο)/2 = 60.000/2 = 30.000 €
Μέτοχος Β (2η δόση): (μη καταβλημένο)/2 = 40.000/2 = 20.000 €
Λ/μός | Περιγραφή | Χρέωση | Πίστωση |
38.02 | Καταθέσεις Όψεως | 50.000 | |
40.02.01 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Α | 30.000 | |
40.02.02 | Κεφάλαιο μη καταβλημένο – Μέτοχος Β | 20.000 | |
1/2/20Χ1 – Καταβολή 2ης δόσης αρχικού μετοχικού κεφαλαίου |
Παρομοίως διενεργούνται οι εγγραφές για το έτος 20Χ2.
Την 31/12/20Χ2, κατά την οποία έχει καταβληθεί ολόκληρο το κεφάλαιο που εγκρίθηκε κατά τη σύσταση, οι λογαριασμοί παρουσιάζουν τα εξής υπόλοιπα:
40: Π.Υ. 300.000
40.01: Π.Υ. 300.000
40.02: Υπόλοιπο 0
γ) Διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο
Ιδρύεται Α.Ε. με μετοχικό κεφάλαιο 300.000 €, το οποίο διαιρείται σε 100.000 κοινές μετοχές, με ονομαστική αξία μετοχής 3€ και τιμή έκδοσης 4€. Το κεφάλαιο θα καταβληθεί σε μετρητά από τον Α κατά 60% και από τον Β κατά 40%.
Οφειλόμενη διαφορά υπέρ το άρτιο:
100.000 μτχ x 3 (ονομαστική αξία) = 300.000 €
100.000 μτχ x 4 (τιμή έκδοσης) = 400.000 €
Επομένως η διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο είναι
100.000 € (1 ευρώ ανά μετοχή).
Οι λογιστικές εγγραφές είναι οι αντίστοιχες με τα προηγούμενα παραδείγματα, ήτοι:
Λ/μός | Περιγραφή | Χρέωση | Πίστωση |
38.02 | Καταθέσεις Όψεως | 400.000 | |
40.01 | Κεφάλαιο καταβεβλημένο – Μέτοχος Α | 180.000 | |
40.02 | Κεφάλαιο καταβεβλημένο – Μέτοχος Β | 120.000 | |
41.01 | Υπέρ το άρτιο – Μέτοχος Α | 60.000 | |
41.02 | Υπέρ το άρτιο – Μέτοχος Β | 40.000 | |
Κάλυψη μετοχικού κεφαλαίου |
Υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση καταβολής του κεφαλαίου σε δόσεις, για το μεν κεφάλαιο ισχύουν τα αναφερόμενα στο προηγούμενο παράδειγμα, η δε υπέρ το άρτιο διαφορά δεν δύναται να καταβληθεί σε δόσεις αλλά εξ ολοκλήρου κατά τη σύσταση, μαζί με την πρώτη δόση (σχ. άρθρο 12, παρ. 2β κ.ν.2190/1920).
Comments
Comments are closed.